- λώταξ
- λῶταξ, -ακος, ὁ (Α)(κατά τον Ζωναρά) «ὁ λῃστὴς ἢ ὁ πόρνος, ἢ ὁ μύρα ἀλειφόμενος, ἢ ὁ καταδαπῶν ἐν τοῑς αἰσχροῑς τὸν βίον αὐτοῡ ὡς ὁ πόρνος καὶ ὁ ἀνδρόγυνος ἢ ὁ αὐλητής».[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλ-αξ)].
Dictionary of Greek. 2013.